θάλλιο

θάλλιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Τl. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 81, ατομική μάζα 204,38 και δύο σταθερά ισότοπα. Βρίσκεται στη φύση στα θειούχα παράγωγα του χαλκού, του ψευδαργύρου και του σιδήρου. Το ανακάλυψε φασματογραφικά το 1861 ο Κρουξ στα κατάλοιπα της επεξεργασίας του θειικού οξέος. Το θ. είναι μέταλλο φαιόχρωμο και μαλακό, τήκεται στους 303,5°C και έχει ειδικό βάρος 11,85. Είναι ελάχιστα διαλυτό στο θειικό οξύ και πολύ διαλυτό στο νιτρικό οξύ. Οξειδώνεται εύκολα και αντιδρά με τα αλογόνα στην κανονική θερμοκρασία, ενώ με το θείο, όταν θερμανθεί. To θ. εξάγεται από τα υποπροϊόντα του σφαλερίτη και καθαρίζεται με ηλεκτρόλυση. Οι ενώσεις του είναι δηλητηριώδεις· οι πιο ενδιαφέρουσες είναι το οξείδιό του (μαύρη σκόνη που αντιδρά με το νερό και σχηματίζει υδροξείδιο) και η πολύ ισχυρή βάση του (κίτρινη, κρυσταλλική). Είναι επίσης γνωστές οι καθαρές οργανομεταλλικές ενώσεις του. Τα άλατα του θ. χρησιμοποιούνται ως αποψιλωτικά και ως δηλητήριο κατά των επιβλαβών εντόμων.
* * *
το
μέταλλο που βρίσκεται σε ορισμένους πυρίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thallium < thall- πρβλ. θαλλός) + -ium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισόμορφοι κρύσταλλοι — Στερεά κρυσταλλικά σώματα που παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες όσον αφορά τις κρυσταλλικές τους μορφές και τη χημική τους σύσταση, και τα οποία μπορούν να σχηματίσουν μια σειρά από στερεά διαλύματα ή μεικτούς κρυστάλλους (συγκρυστάλλωση).… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρίες — Χημικές ενώσεις που το μόριο τους αποτελείται από ένα μόριο θειικού αργίλιου (AL2[SO4]3), ένα μόριο θειικού καλίου (K2SO4) και 24 μόρια νερού (Η2Ο). Όταν παρουσιάζεται στην υαλώδη μορφή του, ονομάζεται «στυπτηριάτης λίθος». Χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”